παρεξελέγχω

παρεξελέγχω
Α [εξελέγχω]
(συν. το παθ.) παρεξελέγχομαι
ελέγχω κάτι με σοφίσματα, αναιρώ, ανασκευάζω κάτι με σοφιστικά επιχειρήματα και ψευδείς συλλογισμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”